- κακοήθεια
- κακοήθειαbad dispositionfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοηθείᾳ — κακοηθείᾱͅ , κακοήθεια bad disposition fem dat sg (attic doric aeolic) κακοηθείᾱͅ , κακοήθεια bad disposition fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοήθεια — η (Α κακοήθεια, ιων. τ. κακοηθίη) [κακοήθης] 1. η ιδιότητα τού κακοήθους, τού μοχθηρού, η φαυλότητα, η αισχρότητα («μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας» ΚΔ) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) το δυσίατο ή ανίατο («κακοήθεια τῆς νόσου»,… … Dictionary of Greek
κακοήθεια — η η ιδιότητα του κακοήθους, αισχρότητα, φαυλότητα: Αυτό που έκαμες είναι κακοήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοηθείας — κακοηθείᾱς , κακοήθεια bad disposition fem acc pl κακοηθείᾱς , κακοήθεια bad disposition fem gen sg (attic doric aeolic) κακοηθείᾱς , κακοήθεια bad disposition fem acc pl (ionic) κακοηθείᾱς , κακοήθεια bad disposition fem gen sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθείαι — κακοηθείᾱͅ , κακοήθεια bad disposition fem dat sg (attic doric aeolic) κακοηθείᾱͅ , κακοήθεια bad disposition fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοηθείαις — κακοήθεια bad disposition fem dat pl κακοήθεια bad disposition fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοήθειαι — κακοήθεια bad disposition fem nom/voc pl κακοήθεια bad disposition fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοήθειαν — κακοήθεια bad disposition fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum … Hofmann J. Lexicon universale
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek